τρυπάνιση

τρυπάνιση
η, Ν [τρυπανίζω]
διάνοιξη οπής με τρυπάνι, τρυπανισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρυπάνιση — η το τρυπάνισμα, ο τρυπανισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπανιά — η, Ν τρυπάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπάνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • τρυπανισμός — ο, ΝΑ [τρυπανίζω] διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση νεοελλ. ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση …   Dictionary of Greek

  • τρυπάνισμα — το, ατος τρυπάνιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπανισμός — ο 1. τρυπάνιση (βλ. λ.). 2. κρανιοτομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”